σκορδούλα

σκορδούλα
και σκουρδούλα, η, Ν
1. η πανούκλα
2. μτφ. μεγάλη ζημιά, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκορδούλα < αρχ. κορδύλη «ρόπαλο, οίδημα, εξόγκωμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκορδούλα — σκορδούλα, η και σκουρδούλα, η η πανούκλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”